χαδιάρης, -α, -ικο

χαδιάρης, -α, -ικο
αυτός που αγαπά τα χάδια, αυτός που είναι συνηθισμένος στα χάδια: Έχει ένα χαδιάρικο παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαδιάρης — και χαϊδιάρης, α, ικο, Ν (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν τα χάδια, εκείνος στον οποίο αρέσει να τού συμπεριφέρονται τρυφερά (α. «χαδιάρα γάτα» β. «χαδιάρικο παιδάκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι / χάιδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • χαϊδιάρης, -α, -ικο — βλ. χαδιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊδιάρης — α, ικο, Ν βλ. χαδιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”